- διομηνία
- διομηνία, η (Α)μήνις, οργή τού Δία, θεομηνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < διο-* + μήνις «οργή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διομηνίῃ — Διομηνία wrath of Zeus fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek